«Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική…
γιατί θα μ’ αρέσει και θα μείνω εκεί»
(παράφραση παλαιού άσματος)

Η ζωγραφική του Δημήτρη Τζάνη μοιάζει εκ πρώτης όψεως ελεύθερη, χρωματικά χαρούμενη και αισθητικά αποενοχοποιημένη. Καταφέρνει όμως, να ασκεί κριτική και να αποκαλύπτει πράγματα και καταστάσεις που μας αφορούν στο βαθμό που συμβολοποιούν «κομμάτια και θρύψαλα» μιας «ρετρό» ιστορίας της νεοελληνικής καθημερινότητας. Οι καταβολές ή οι αναφορές των εικόνων του, δείχνουν να είναι παλιότερες, κι ο Δημήτρη Τζάνης επικαλείται συχνά την καταγωγή του ως «Μικρασιάτη» πρόσφυγα τρίτης γενιάς για να αναφερθεί στη μετατόπιση, τη μετανάστευση ή την προσφυγιά σαν καταστάσεις και φαινόμενα που σφράγισαν την Ελλάδα του αιώνα μας. Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό φαίνεται καθαρά στη ζωγραφική του η οποία άλλωστε δεν διεκδικεί καμιά ιστορική τεκμηρίωση. Αντίθετα, εικονίζονται πιο εύγλωττα άλλες αντιστοιχίες και παραλληλίες που παραπέμπουν στο ταξίδι, τη μετοικεσία, τη φυγή και γενικά την κίνηση σ’ ένα απροσδιόριστο αστικό χώρο σαν μοτίβο που σημασιοδοτεί μεγάλα κοινωνικά φαινόμενα της μεταπολεμικής μας ιστορίας. Μαζική μετανάστευση, αστικοποίηση του αγροτικού πληθυσμού, γέννηση του λαϊκού μικροαστισμού. Τα πρότυπα που χαρακτήρισαν την εποχή ήταν ιδεολογικά συγκεχυμένα, ευμετάβλητα και η επίδραση μιας καταναγκαστικής «μόδας» τα έκανε φετιχιστικά ευδιάκριτα και επιδεικτικά. Ατομικισμός, εμβληματική και ναρκισσιστική κατανάλωση αντικειμένων και συμβόλων έδιναν την ψευδαίσθηση στα άτομα ότι κατακτούσαν γρήγορα μια νέα λαμπερή ταυτότητα και επιτύγχαναν τον κοινωνικό τους αυτοπροσδιορισμό. Ο Δημήτρη Τζάνης επιχειρεί να ανιχνεύσει τη σκοτεινή πλευρά αυτής της ιστορίας και να κάνει ορατή την αδιέξοδη συνέχειά της.
Τα αυστηρώς «ανδρικά» και μισογυνικά ανθρωπάκια του, ακάλυπτα, φαλακρά, ή με την κλασσική τραγιάσκα, με μεγάλες επιμήκεις μύτες και βλέμμα αποστασιοποιημένο, σχεδόν γραφειοκρατικό και «καφκικό», μοιάζουν στους πίνακές του να περιμένουν σε μια «θεσμική» ακινησία «της ουράς», της αποβάθρας, του σταθμού, ίσως του τελωνείου, της εφορίας, ή άλλου χώρου διαμετακόμισης και πεσιμιστικής προσμονής. Σφιχτοκρατούν όλοι τις ίδιες χαρτονένιες βαλίτσες, με τις πέτσινες γωνίες σαν πηγούνια στα άκρα. Είναι ίδιου μεγέθους, ίδιας κοπής και σχήματος και το μόνο που θα τις διαφοροποιούσε στα μάτια της φαντασίας μας θα ήταν, ίσως, το αόρατο περιεχόμενό τους. Όμως, όλες μοιάζουν τόσο ανάλαφρες σαν αδειανές και η μόνη δύναμη βαρύτητας που δεν τις αφήνει κάποιες φορές να πετάξουν, και τις κρατά συνδεδεμένες με τη γη, μοιάζει να είναι το στιβαρό κράτημα με το οποίο τις περιθάλπτουν οι κάτοχοί τους.
Ποιά είναι αυτά τα όντα με τα προκάτ καφετί κακοραμμένα κουστούμια παντός καιρού; Τί τα σπρώχνει να κάνουν το απονεννοημένο διάβημα να παραταχθούν στην ουρά, ή στη γραμμή, να ντυθούν έτσι, και τέλος τί τα αναγκάζει με μια βαλίτσα στο χέρι να μπούν στη διαδικασία της φυγής; Γιατί το ταξίδι που μοιάζει να μπαίνει σε κίνηση δεν δείχνει τον προορισμό του ούτε στα πρόσωπα ούτε στη διάθεση που αποπνέουν. Μοιάζει με μια φυγή στο πουθενά ή σε έναν απροσδιόριστο χώρο που οι άνθρωποι  φαίνεται να ονειρεύονται και να προσμένουν μοιρολατρικά. 
Σίγουρα οι εικόνες του Δημήτρη Τζάνη παραπέμπουν στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Ίσως μας προκαλούν συνειρμούς που γυρίζουν ακόμα πιο πίσω σε σκηνές της υπερπόντιας μετανάστευσης της Αμερικής, ή τις πιο πρόσφατες, της δεκαετίας του ’60 και του ‘70. Εικονογραφούνται στιγμές που οι άνθρωποι στριμωγμένοι από μια «δύναμη» μπαίνουν στο τούνελ του προκαταρκτικού ελέγχου και των διατυπώσεων πριν ακόμα περάσουν τη γέφυρα για τη σκηνή του αποχαιρετισμού του κόσμου τους. Όμως, κάλλιστα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς στη θέση τους και τους εξόριστους, υπό διαμετακόμιση, για τα «πειθαρχημένα» στρατόπεδα ή τα ξερονήσια  στη μετεμφυλιοπολεμική Ελλάδα. 
Στην παλιότερη δουλειά του ζωγράφου με τον τίτλο TRANSIT υπάρχουν αποσπασματικά όλα τα σύμβολα και οι εικόνες που εκθέτει εδώ, οι βαλίτσες, οι ανθρώπινες φυγούρες, τα συρματένια αυτοκινητάκια, ή τα δίχρωμα παπούτσια και οι πεταλωμένες σόλες. Όμως ακόμη, εκεί οι άνθρωποι  απεικονίζονταν μόνοι τους με παρέα τα αξεσουάρ τους, τη βαλίτσα, το κομπολόι, ή το αποτσίγαρο και τονίζονταν η μοναξιά τους στην προσμονή μιας μετάβασης. Αυτό που αλλάζει με την τωρινή του έκθεση, DEPOSIT, είναι ότι οι ανθρώπινες μορφές  βγαίνουν όλες μαζί στη σκηνή, σ’ ένα εξπρεσσιονιστικό ντεκόρ που συνθλίβει και αφηγούνται μια οικεία ιστορία σε παραλλαγές, όπου κυρίαρχο στοιχείο δεν είναι πια η ατομική και υπαρξιακή τους μοναξιά, αλλά η μαζική και συλλογική απομόνωση και απόγνωση.
Εικόνες της μνήμης φτιαγμένες με υλικά που δεν είναι της παράδοσης ή της αγροτικής νοσταλγίας, αλλά ανήκουν εξ ολοκλήρου στην παλαιότητα  του μοντέρνου. Ευτελή αντικείμενα που δεν θα καταδέχονταν εύκολα η ιστορία να αναγνωρίσει και μόνο προσεκτικοί συλλέκτες θα ανέσυραν ως θησαυρούς, όπως τα «σκαρπίνια» - διχρωμία, οι χαρτονένιες βαλίτσες, τα φτιαγμένα με σίδερα αντιπαροχής αυτοκινητάκια, τα τενεκεδένια πλοιάρια ή τα αζήτητα σταχτοκαφεδή «ετοιματζίδικα» κοστούμια. Ακόμη και τα άτεχνα παιχνίδια, που παρελαύνουν πέρα δώθε και παραπέμπουν στην επινόηση της φτώχειας, είναι καμωμένα από τη σκληρή βιομηχανική «πρώτη ύλη».
Την έκθεση συνοδεύουν και μια σειρά ονειρικοί «μπαλαντέρ» ή «τζόκερ» με χαρούμενα και απαλά χρώματα, που θα μπορούσαν να είναι από άλλη ιστορία, όπως ο παιδικός πιλότος, ο έκπληκτος ταύρος, ο διαβολάκος σε στάση ποδόλουτρου, ο πρώην καπνιστής Κολοκοτρώνης και άλλοι ήρωες του ‘21 φανταστικοί ή ιστορικοί, που συγκροτούν ένα θίασο ή «χορό» από μεμονωμένες φιγούρες στις οποίες θα μπορούσε να μετέχει κι ο Θεόφιλος.
Η ζωγραφική αφαίρεση του Δημήτρη Τζάνη κάνει διάλογο με την καρικατούρα και το «κόμικ». Οι επιρροές που δέχεται είναι πολλές και νομίζω ότι κλείνει συγκαταβατικά το μάτι στη μεγάλη ζωγραφική, στη γελοιογραφική σκιτσογραφία και στη στυλιστική σχεδιαστική σάτιρα.
Πιστεύω ότι βρίσκει ένα νήμα και διαμορφώνει μια γλώσσα που παρά τις ατέλειές της, του προσφέρει ένα όχημα με το οποίο συνδέει το αποσπασματικό με το συνολικό και του επιτρέπει, όπως στα παιδικά αυτοκινητάκια, να κινείται στα μονοπάτια μιας αφήγησης που επιθέτει τη φαντασία στην πραγματικότητα. Παρά τον πεσσιμισμό και την ανατρεπτική, σαρκαστική πλευρά της ζωγραφικής του, όπως οριοθετείται από τις θεματικές και αφαιρετικές του επιλογές, οι εικόνες του κατορθώνουν να έχουν μια ζωντάνια και να διοχετεύουν οξυγόνο στο καθημερινό μας περιβάλλον. 

Γιώργος Νικολακάκης
Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Μυτιλήνη 1999










Λευκή συμφωνία στην αποβάθρα...

Προσμονή στο όνειρο...

Ναυάγιο στις σκέψεις...



Eνισχυμένα παπούτσια...




Oι τρεις σωματοφύλακες...

Kάθισμα...

Kίτρινο πλήρωμα...





Θόρυβος στην προκυμαία...




Φτωχοδιάβολος...

Διάλογος με τον Francisco José de Goya...

Kαπνιστές του ονείρου...

Καπνιστές και φωτιά...

Πιλοτος σε δράση...


Πρωην ηρωικός καπνιστής...